βλαμμένος

βλαμμένος
η , ο
1) прям. , перен. испорченный, повреждённый; 2) чахоточный; 3) перен. тронутый, чокнутый, придурковатый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βλαμμένος" в других словарях:

  • βλαμμένος — η, ο βλ. βλάπτω …   Dictionary of Greek

  • βλάπτομαι — βλάπτομαι, βλάφτηκα, βλαμμένος βλ. πίν. 12 Σημειώσεις: βλάπτομαι : η μτχ. βλαμμένος χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια χαζός, διανοητικά καθυστερημένος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αεσίφρων — ἀεσίφρων ( ονος), ον (Α) (αντί τού ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί (< ἀάω «βλάπτω») + φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί φρων, τερψίμ βροτος, μεμψί μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α… …   Dictionary of Greek

  • αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη …   Dictionary of Greek

  • βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …   Dictionary of Greek

  • καταβλαβής — καταβλαβής, ές (Α) 1. αυτός που έχει βλάβη στις φρένες, στο μυαλό, βλαμμένος 2. αυτός που έχει πάθει μεγάλη ζημιά, που έχει καταστραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. επι βλαβής, προσ βλαβής] …   Dictionary of Greek

  • παρλιακός — ή, ό βλαμμένος σωματικά και διανοητικά, ανόητος, ηλίθιος 2. το ουδ. ως ουσ. το παρλιακό (κυρίως με σκωπτ. σημ.) ανόητο πλάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρλα + κατάλ. ιακός (πρβλ. ζοχαδ ιακός)] …   Dictionary of Greek

  • παρμένος — η, ο ως επίθ. 1. ο ημιπληγικός, ο ημίπληκτος, ο ημιπαράλυτος, και γενικά ο βλαμμένος σωματικώς 2. συνεκδ. ο διανοητικά καθυστερημένος, λιγόμυαλος, ανώμαλος 3. μτφ. φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, έξω από την πραγματικότητα 4. (ως μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • βλάφτομαι — βλάφτομαι, βλάφτηκα, βλαμμένος βλ. πίν. 16 Σημειώσεις: βλάφτομαι : δες σημείωση για βλάπτομαι. Το συμφωνικό σύμπλεγμα φτ χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλλοπαρμένος — η, ο εκείνος που του έχουν πάρει τα μυαλά, ο βλαμμένος: Οι παραξενιές του δεν είχαν πια όρια κι οι περισσότεροι γνωστοί του τον θεωρούσαν αλλοπαρμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του ρ. παίρνω) 1. αυτός που πάρθηκε, που κλέφτηκε: Βλέπω πως το σκεπάρνι είναι παρμένο από τη θέση του. 2. μτφ., ο βλαμμένος στο μυαλό ή στο σώμα, ημιπαράλυτος, σακάτης, διανοητικά άρρωστος, αλλιώς λειψός: Δεν μπορώ να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»